Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to yammer
01
γαβγίζω συνεχώς, ολοφύρομαι
to make loud, repetitive cries or noises, often used for animals
Intransitive
Παραδείγματα
The dog yammered for hours when left alone.
Ο σκύλος γάβγιζε για ώρες όταν τον άφησαν μόνο.
Coyotes yammered in the distance all night.
Οι κογιότ γάβγιζαν δυνατά από μακριά όλη τη νύχτα.
02
γκρινιάζω, παραπονιέμαι ενοχλητικά
to complain in an annoying, whiny, or repetitive way
Intransitive
Παραδείγματα
He kept yammering about how unfair the rules were.
Συνέχιζε να γκρινιάζει ενοχλητικά για το πόσο άδικοι ήταν οι κανόνες.
The children yammered all afternoon about wanting more candy.
Τα παιδιά γκρίνιαζαν όλο το απόγευμα που ήθελαν περισσότερα γλυκά.



























