worthwhile
worth
wɜrθ
ουερρθ
while
waɪl
ουαιλ
British pronunciation
/ˌwɜːθˈwaɪl/

Ορισμός και σημασία του "worthwhile"στα αγγλικά

worthwhile
01

αξιόλογος, που αξίζει τον κόπο

deserving of time, effort, or attention due to inherent value or importance
example
Παραδείγματα
Learning a new language can be a worthwhile endeavor, opening up opportunities for personal and professional growth.
Η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας μπορεί να είναι μια αξιόλογη προσπάθεια, ανοίγοντας ευκαιρίες για προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη.
Volunteering at the local community center is a worthwhile way to give back to the community and make a positive impact.
Η εθελοντική εργασία στο τοπικό κέντρο κοινότητας είναι ένας αξιόλογος τρόπος για να δώσεις πίσω στην κοινότητα και να κάνεις μια θετική επίδραση.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store