Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
worthwhile
01
αξιόλογος, που αξίζει τον κόπο
deserving of time, effort, or attention due to inherent value or importance
Παραδείγματα
Learning a new language can be a worthwhile endeavor, opening up opportunities for personal and professional growth.
Η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας μπορεί να είναι μια αξιόλογη προσπάθεια, ανοίγοντας ευκαιρίες για προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη.
Volunteering at the local community center is a worthwhile way to give back to the community and make a positive impact.
Η εθελοντική εργασία στο τοπικό κέντρο κοινότητας είναι ένας αξιόλογος τρόπος για να δώσεις πίσω στην κοινότητα και να κάνεις μια θετική επίδραση.
Λεξικό Δέντρο
worthwhileness
worthwhile



























