Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rewarding
01
επιβραβεύων, ικανοποιητικός
(of an activity) making one feel satisfied by giving one a desirable outcome
Παραδείγματα
Teaching can be a rewarding profession, as educators witness the growth of their students.
Η διδασκαλία μπορεί να είναι ένα επιβραβευόμενο επάγγελμα, καθώς οι εκπαιδευτικοί βλέπουν την ανάπτυξη των μαθητών τους.
Volunteering at the local shelter is a rewarding experience, as it allows individuals to make a positive impact on their community.
Ο εθελοντισμός στο τοπικό καταφύγιο είναι μια επιβραβεύουσα εμπειρία, καθώς επιτρέπει στα άτομα να έχουν θετική επίδραση στην κοινότητά τους.



























