Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Revulsion
01
απέχθεια, σιχαμάρα
the feeling of hatred or disgust toward someone or something
Παραδείγματα
She felt a deep revulsion at the sight of the rotting food.
Ένιωσε μια βαθιά αηδία στη θέα του σάπιου φαγητού.
His actions filled her with revulsion and anger.
Οι πράξεις του την γέμισαν με απέχθεια και θυμό.



























