worthful
worth
ˈwɜrθ
ουερρθ
ful
fəl
φαλ
British pronunciation
/ˈwɜːθfəl/

Ορισμός και σημασία του "worthful"στα αγγλικά

01

πολύτιμος, σημαντικός

holding significant value or importance
example
Παραδείγματα
His contributions to the project were worthful and helped the team succeed.
Οι συνεισφορές του στο έργο ήταν πολύτιμες και βοήθησαν την ομάδα να επιτύχει.
The old book was a worthful addition to her library collection.
Το παλιό βιβλίο ήταν μια πολύτιμη προσθήκη στη συλλογή της βιβλιοθήκης.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store