Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wittingly
01
συνειδητά, εκ προμελέτης
in a way that shows conscious knowledge or awareness
Παραδείγματα
He wittingly ignored the warning signs.
Σκόπιμα αγνόησε τα σημάδια προειδοποίησης.
She wittingly took part in the scheme despite knowing the risks.
Συμμετείχε συνειδητά στο σχέδιο παρά το ότι γνώριζε τους κινδύνους.
Λεξικό Δέντρο
unwittingly
wittingly
witting
wit



























