Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wizened
01
ρυτιδωμένος, μαραμένος
(of a person) having loose and wrinkled skin due to old age
Παραδείγματα
The wizened old man sat by the fire, telling stories of his youth with a raspy voice.
Ο ρυτιδωμένος γέρος κάθισε δίπλα στη φωτιά, λέγοντας ιστορίες από τη νιότη του με βραχνή φωνή.
Her wizened hands trembled slightly as she reached for the teacup.
Τα ρυτιδωμένα της χέρια τρέμαραν ελαφρά καθώς έφτανε για το φλιτζάνι του τσαγιού.



























