LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Windblown
/wˈɪndbləʊn/
/wˈɪndbloʊn/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "windblown"
windblown
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ανεμοδαρμένος
appearing untidy because of the wind
02
ανεμοδαρμένος
used especially of trees; growing in a shape determined by the prevailing winds
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App