Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
willowy
01
ψηλός και λεπτός, κομψός
tall, slender, and elegant, with long, thin limbs
Παραδείγματα
The willowy ballerina glided across the stage with effortless grace, captivating the audience.
Η ψηλή και λεπτή μπαλαρίνα γλίστρησε στη σκηνή με αβίαστη χάρη, μαγεύοντας το κοινό.
Her willowy figure and elegant posture made her stand out in a crowd.
Η ψηλή και λεπτή της φιγούρα και η κομψή της στάση την έκαναν να ξεχωρίζει στο πλήθος.
Λεξικό Δέντρο
willowy
willow



























