LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Widower
/wˈɪdəʊɐ/
/ˈwɪdoʊɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "widower"
Widower
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a man whose spouse is dead and has not remarried
Παράδειγμα
When
his
beloved
wife
passed away
,
the
widower
knew
stone-dead
hath
no
fellow
and
that
nothing
could
replace
her
or
bring
her
back
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App