Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
widowed
01
χήρος/χήρα
referring to an individual whose spouse has died and who has not remarried
Παραδείγματα
After her husband passed away, she found herself widowed.
Μετά το θάνατο του συζύγου της, βρέθηκε χήρα.
The widowed woman cherished memories of her late husband.
Η χήρα γυναίκα εκτιμούσε τις αναμνήσεις του αποθανόντος συζύγου της.
Λεξικό Δέντρο
widowed
widow



























