Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
whopping
01
τεράστιος, εντυπωσιακός
very impressive, especially in amount or degree
Παραδείγματα
The whopping prize money drew competitors from all over the world to the prestigious tournament.
Το τεράστιο χρηματικό έπαθλο προσέλκυσε ανταγωνιστές από όλο τον κόσμο στο επιφανές τουρνουά.
He received a whopping bonus at the end of the year for his outstanding performance at work.
Λάμβανε ένα τεράστιο μπόνους στο τέλος της χρονιάς για την εξαιρετική του απόδοση στη δουλειά.
Λεξικό Δέντρο
whopping
whop



























