wholly
who
ˈhoʊ
χου
lly
li
λι
British pronunciation
/hˈə‍ʊli/

Ορισμός και σημασία του "wholly"στα αγγλικά

01

ολοκληρωτικά, πλήρως

to a full or complete degree
wholly definition and meaning
example
Παραδείγματα
She was wholly committed to the cause, dedicating all her time and energy.
Ήταν πλήρως αφοσιωμένη στο σκοπό, αφιερώνοντας όλο της το χρόνο και την ενέργεια.
The decision was wholly based on merit, disregarding any external factors.
Η απόφαση βασίστηκε εντελώς στην αξία, αγνοώντας οποιουσδήποτε εξωτερικούς παράγοντες.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store