LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Whirring
/wˈɜːɹɪŋ/
/ˈhwɝɪŋ/, /ˈwɝɪŋ/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "whirring"
Whirring
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
στρηφογύρισμα
sound of something in rapid motion
birr
whir
whirr
whirring
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
βουητό
producing a continuous, buzzing, or humming sound
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App