Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Whelp
01
κουτάβι, λυκάκι
a young offspring of a dog, wolf, or certain other carnivorous mammals
to whelp
01
γεννώ κουτάβια, κουτάβια
to give birth to puppies or young dog
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κουτάβι, λυκάκι
γεννώ κουτάβια, κουτάβια