LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wheezy
/wˈiːzi/
/wˈiːzi/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "wheezy"
wheezy
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ασθμαίνων
having a tone of a reed instrument
reedy
02
ασθμαίνων
relating to breathing with a whistling sound
asthmatic
wheezing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App