Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Whelk
01
θαλάσσιο σαλιγκάρι, θαλάσσιο σαλιγκάρι θηρευτής
a marine gastropod that is predatory, used as food in Europe
02
βέλκ, μεγάλο θαλάσσιο σαλιγκάρι
large marine snail much used as food in Europe
to whelk
01
συλλέγω θαλάσσια σαλιγκάρια, μαζεύω θαλάσσια σαλιγκάρια
gather whelk



























