Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
well-fixed
01
οικονομικά ασφαλής, ευκατάστατος
financially secure or affluent
Παραδείγματα
After years of successful investments, he found himself well-fixed and able to retire early.
Μετά από χρόνια επιτυχημένων επενδύσεων, βρέθηκε καλά οικονομικά και σε θέση να συνταξιοδοτηθεί νωρίς.
She married into a well-fixed family, allowing her to enjoy a life of comfort and ease.
Παντρεύτηκε σε μια ευκατάστατη οικογένεια, κάτι που της επέτρεψε να απολαμβάνει μια ζωή άνεσης και ευκολίας.



























