Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
weathered
01
κατεστραμμένος, φθαρμένος
worn, eroded, or changed in appearance due to exposure to weather elements, such as wind, rain, or sun
Παραδείγματα
His weathered face showed the marks of a life spent working outdoors.
Το κατεστραμμένο πρόσωπό του έδειχνε τα σημάδια μιας ζωής που πέρασε δουλεύοντας στο ύπαιθρο.
She loved the weathered look of the old wooden furniture, full of character and history.
Αγάπησε την ξεθωριασμένη εμφάνιση των παλιών ξύλινων επίπλων, γεμάτη χαρακτήρα και ιστορία.
Λεξικό Δέντρο
unweathered
weathered
weather



























