Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wealthy
01
πλούσιος, εύπορος
having a large amount of money or valuable possessions
Παραδείγματα
The wealthy businessman owned several luxury cars and houses.
Ο πλούσιος επιχειρηματίας διέθετε πολλά πολυτελή αυτοκίνητα και σπίτια.
She came from a wealthy family with investments in various industries.
Προερχόταν από μια πλούσια οικογένεια με επενδύσεις σε διάφορες βιομηχανίες.
Λεξικό Δέντρο
wealthily
wealthiness
wealthy
wealth



























