Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Blindness
01
τυφλότητα, απώλεια όρασης
the condition or state of being completely or partially unable to see
Παραδείγματα
He was born with congenital blindness and has never seen light or color.
Γεννήθηκε με εκ γενετής τυφλότητα και δεν έχει δει ποτέ φως ή χρώμα.
Temporary blindness can occur as a side effect of some medications.
Η προσωρινή τυφλότητα μπορεί να εμφανιστεί ως παρενέργεια ορισμένων φαρμάκων.
Λεξικό Δέντρο
blindness
blind



























