
Αναζήτηση
to blink
01
κλείνω τα μάτια, ανοιγοκλείνω τα μάτια
to open and close the eyes quickly and for a brief moment
Intransitive
Example
The bright light made her blink.
Το φωτεινό φως την έκανε να κλείσει τα μάτια της.
He had to blink several times to adjust to the sudden darkness.
Έπρεπε να κλείσει τα μάτια αρκετές φορές για να προσαρμοστεί στο ξαφνικό σκοτάδι.
02
αναβοσβήνω, κλείνω τα μάτια
(of a light) to flash on and off repeatedly
Intransitive
Example
The signal light began to blink, warning drivers of the upcoming construction zone.
Το φως σήματος άρχισε να αναβοσβήνει, προειδοποιώντας τους οδηγούς για την επερχόμενη ζώνη κατασκευής.
The neon sign outside the store blinked in the night, attracting attention from passersby.
Η νεονική επιγραφή έξω από το κατάστημα άναβε-σβήνε τη νύχτα, προσελκύοντας την προσοχή των περαστικών.
Blink
01
αναβλεφαρμός, κλείσιμο ματιού
a reflex that closes and opens the eyes rapidly