Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vexed
01
δύσκολος, αμφιλεγόμενος
causing difficulty in finding an answer or solution; much disputed
02
ενοχλημένος, εκνευρισμένος
annoyed or irritated, feeling frustrated or troubled
Παραδείγματα
His vexed expression showed his frustration with the delay.
Η ενοχλημένη έκφρασή του έδειχνε την απογοήτευσή του για την καθυστέρηση.
The slow service at the restaurant left him feeling vexed.
Η αργή εξυπηρέτηση στο εστιατόριο τον άφησε να αισθάνεται ενοχλημένος.



























