LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Vexed
/vˈɛkst/
/ˈvɛkst/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "vexed"
vexed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ερεθισμένος
causing difficulty in finding an answer or solution; much disputed
02
ερεθισμένος
annoyed or irritated, feeling frustrated or troubled
annoyed
harassed
harried
pestered
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App