Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to verbalize
01
εκφράζω, εκφράζω λεκτικά
to express in words or articulate verbally
Παραδείγματα
She verbalizes her thoughts clearly during the presentation.
Εκφράζει σαφώς τις σκέψεις της κατά την παρουσίαση.
The therapist encouraged the patient to verbalize her emotions for better understanding.
Ο θεραπευτής ενθάρρυνε την ασθενή να εκφράσει λεκτικά τα συναισθήματά της για καλύτερη κατανόηση.
02
εκφράζω λεκτικά, μετατρέπω σε ρήμα
convert into a verb
03
εκφράζω λεκτικά, μιλώ αφθονως
be verbose
04
εκφράζω λεκτικά, εκφράζω προφορικά
articulate; either verbally or with a cry, shout, or noise
Λεξικό Δέντρο
verbalized
verbalize
verbal
verb



























