Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
verbal
01
λεκτικός, προφορικός
relating to or expressed using spoken language
Παραδείγματα
Verbal communication skills are essential for effective interpersonal interactions and public speaking.
Οι δεξιότητες προφορικής επικοινωνίας είναι απαραίτητες για αποτελεσματικές διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις και δημόσια ομιλία.
His verbal instructions were clear and concise, making it easy for everyone to understand.
Οι προφορικές οδηγίες του ήταν ξεκάθαρες και συνοπτικές, κάνοντας εύκολη την κατανόηση για όλους.
02
λεκτικός, σχετικός με τις λέξεις
of or relating to or formed from words in general
03
λεκτικός, σχετικός με τις λέξεις
relating to or having facility in the use of words
04
ρηματικός, λεκτικός
of or relating to or formed from a verb
05
φλύαρος, πολυλογάς
prolix
06
λεκτικός, προφορικός
expressed in spoken words
Λεξικό Δέντρο
nonverbal
verbalize
verbally
verbal
verb



























