Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Veranda
01
βεράντα, στοά
a roofed area with an open front at the ground level, which is attached to the side of a house
Dialect
American
Παραδείγματα
The colonial-style house had a wide, wraparound veranda where residents could relax and enjoy the breeze.
Το σπίτι με αποικιακό στυλ είχε μια ευρεία, περιμετρική βεράντα όπου οι κάτοικοι μπορούσαν να χαλαρώσουν και να απολαύσουν το αεράκι.
The hotel 's veranda overlooked the ocean, offering guests a picturesque spot to sip their morning coffee.
Η βεράντα του ξενοδοχείου είχε θέα στον ωκεανό, προσφέροντας στους επισκέπτες μια γραφική τοποθεσία για να πιουν το πρωινό τους καφέ.



























