Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Venality
01
διαφθορά
the willingness to do something that is immoral or dishonest for money
Παραδείγματα
The politician ’s venality was evident when he accepted bribes to influence his decisions.
Η διαφθορά του πολιτικού ήταν εμφανής όταν δέχτηκε δωροδοκίες για να επηρεάσει τις αποφάσεις του.
Her venality shocked everyone, as she was known for her moral values.
Η διαφθορά της σόκαρε όλους, καθώς ήταν γνωστή για τις ηθικές της αξίες.
Λεξικό Δέντρο
venality
venal
ven



























