Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
venal
01
δωρολήπτης, διεφθαρμένος
willing to act dishonestly for money or personal gain
Παραδείγματα
The venal official accepted bribes from contractors.
Ο διαφθορέας υπάλληλος δέχτηκε δωροδοκίες από εργολάβους.
He gained power through venal practices.
Κέρδισε εξουσία μέσω διαφθορέων πρακτικών.
Λεξικό Δέντρο
venality
venally
venal
ven



























