LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Σύνδεση
LanGeek Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Σύνδεση
Αναζήτηση
Vena
/vˈiːnɐ/
/ˈvinə/
venae
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "vena"
Vena
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a blood vessel that carries blood from the capillaries toward the heart
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
velvety-skinned
velvety-plumaged
velvety-haired
velvety-furred
velvety
vena anastomotica
vena angularis
vena appendicularis
vena auricularis
vena axillaris
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κάρτες προς διαμοιρασμό
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App