Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bleb
01
φουσκάλα γεμάτη ορρό, ορρογόνο φουσκάλα
(pathology) an elevation of the skin filled with serous fluid
Λεξικό Δέντρο
blebby
bleb
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φουσκάλα γεμάτη ορρό, ορρογόνο φουσκάλα
Λεξικό Δέντρο