Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unsocial
01
μη κοινωνικός, ακοινώνητος
not wanting to be around or interact with other people, often preferring to be alone
Λεξικό Δέντρο
unsocial
social
soc
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μη κοινωνικός, ακοινώνητος
Λεξικό Δέντρο