Unmovable
volume
British pronunciation/ʌnmˈuːvəbəl/
American pronunciation/ʌnmˈuːvəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "unmovable"

01

not able or intended to be moved

word family

move

move

Noun

movable

Adjective

unmovable

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store