Unmolested
volume
British pronunciation/ʌnməlˈɛstɪd/
American pronunciation/ˌənməˈɫɛstɪd/

Ορισμός και Σημασία του "unmolested"

unmolested
01

not interfered with, disturbed, or harmed

word family

unmolested

unmolested

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store