LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unmotorized
/ʌnmˈəʊtəɹˌaɪzd/
/ʌnmˈoʊɾɚɹˌaɪzd/
unmotorised
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unmotorized"
unmotorized
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having no motor
motorized
word family
motor
motor
Noun
motorize
Verb
motorized
Adjective
unmotorized
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unmotivated
unmortgaged
unmolested
unmodulated
unmodified
unmourned
unmovable
unmoved
unmoving
unmown
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App