Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unlighted
01
μη αναμμένο, μη καμένο
not set afire or burning
Παραδείγματα
The unlighted parking lot felt deserted and eerie.
Το αφώτιστο πάρκινγκ φαινόταν εγκαταλελειμμένο και ανατριχιαστικό.
After the storm, the streets remained unlighted for the entire night.
Μετά τη θύελλα, οι δρόμοι παρέμειναν αφώτιστοι όλη τη νύχτα.
Λεξικό Δέντρο
unlighted
lighted
light



























