unlighted
un
ʌn
αν
ligh
ˈlaɪ
λαι
ted
təd
ταντ
British pronunciation
/ʌnlˈaɪtɪd/

Ορισμός και σημασία του "unlighted"στα αγγλικά

01

μη αναμμένο, μη καμένο

not set afire or burning
02

αφώτιστος, χωρίς φως

not illuminated or having no light
example
Παραδείγματα
The unlighted parking lot felt deserted and eerie.
Το αφώτιστο πάρκινγκ φαινόταν εγκαταλελειμμένο και ανατριχιαστικό.
After the storm, the streets remained unlighted for the entire night.
Μετά τη θύελλα, οι δρόμοι παρέμειναν αφώτιστοι όλη τη νύχτα.

Λεξικό Δέντρο

unlighted
lighted
light
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store