Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uneasily
01
ανήσυχα, με ανησυχία
in a way that shows discomfort, worry, or lack of confidence
Παραδείγματα
She shifted uneasily in her seat during the long silence.
Κουνήθηκε ανήσυχα στη θέση της κατά τη διάρκεια της μακράς σιωπής.
He laughed uneasily, unsure whether the joke was appropriate.
Γέλασε αμήχανα, αβέβαιος αν το αστείο ήταν κατάλληλο.
Λεξικό Δέντρο
uneasily
easily
easy



























