LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unbiassed
/ʌnbˈaɪəst/
/ʌnbˈaɪəst/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "unbiassed"
unbiassed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
characterized by a lack of partiality
02
without bias
word family
unbiassed
unbiassed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unbiased
unbent
unbeneficed
unbending
unbendable
unbigoted
unbind
unbitter
unbleached
unbleached flour
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App