LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unbeneficed
/ʌnbˈɛnɪfɪst/
/ʌnbˈɛnɪfɪst/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unbeneficed"
unbeneficed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not having a benefice
beneficed
word family
benefice
benefice
Verb
beneficed
Adjective
unbeneficed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unbending
unbendable
unbend
unbelted
unbelt
unbent
unbiased
unbiassed
unbigoted
unbind
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App