Unavoidable casualty
volume
British pronunciation/ʌnɐvˈɔɪdəbəl kˈaʒuːəlti/
American pronunciation/ʌnɐvˈɔɪdəbəl kˈæʒuːəlɾi/

Ορισμός και Σημασία του "unavoidable casualty"

Unavoidable casualty
01

a natural and unavoidable catastrophe that interrupts the expected course of events

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store