Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unaccountable
01
ανεξήγητος, αδικαιολόγητος
impossible to explain or justify
Παραδείγματα
She had an unaccountable feeling of unease when entering the old building.
Είχε ένα ανεξήγητο αίσθημα ανησυχίας όταν μπήκε στο παλιό κτίριο.
The sudden change in his behavior was unaccountable to all who knew him.
Η ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν ανεξήγητη για όλους όσους τον γνώριζαν.
02
ανεξήγητος, ανεύθυνος
utter or tell
03
ανεύθυνος, ανεξέλεγκτος
free from control or responsibility
Λεξικό Δέντρο
unaccountably
unaccountable
accountable
account



























