Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unaccomplished
01
ανολοκλήρωτος, μη επιτευχθείς
not having achieved one's goals
Λεξικό Δέντρο
unaccomplished
accomplished
accomplish
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανολοκλήρωτος, μη επιτευχθείς
Λεξικό Δέντρο