Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
umbrageous
01
αγανακτισμένος, πληγωμένος
angered at something unjust or wrong
Παραδείγματα
She enjoyed reading under the umbrageous branches of the old oak tree.
Απολάμβανε να διαβάζει κάτω από τα σκιαστά κλαδιά της παλιάς δρυός.
She enjoyed reading under the umbrageous branches of the old oak tree.
Απολάμβανε να διαβάζει κάτω από τα σκιαστά κλαδιά της παλιάς δρυός.



























