Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to twirp
01
τερέτισμα, κιουκιούρισμα
make a weak, chirping sound
Twirp
01
άθλιος, εξευτελιστικός
someone who is regarded as contemptible
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τερέτισμα, κιουκιούρισμα
άθλιος, εξευτελιστικός