Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
trying
01
δύσκολος, επίπονος
hard to manage or endure
Παραδείγματα
The trying weather conditions made the hike dangerous.
Οι επιπονες καιρικές συνθήκες έκαναν την πεζοπορία επικίνδυνη.
The trying workload left her exhausted by the end of the week.
Το επιπονο φόρτο εργασίας την άφησε εξαντλημένη στο τέλος της εβδομάδας.
02
ενοχλητικός, εκνευριστικός
annoying in a way that tests patience or causes frustration
Παραδείγματα
The baby's trying cries kept the neighbors awake all night.
Τα ενοχλητικά κλάματα του μωρού κράτησαν τους γείτονες ξύπνιους όλη τη νύχτα.
His trying habit of interrupting people made meetings unbearable.
Η ενοχλητική συνήθειά του να διακόπτει τους ανθρώπους έκανε τις συναντήσεις ανυπόφορες.
Λεξικό Δέντρο
trying
try



























