Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Try-out
01
ακρόαση, δοκιμή
a preliminary performance to assess the potential of a performer
Παραδείγματα
She attended the try-out for the school play hoping to land a lead role.
Παρακολούθησε την ακρόαση για το σχολικό θεατρικό έργο ελπίζοντας να πάρει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο.
The director scheduled a try-out to see which actors would fit best in the new production.
Ο σκηνοθέτης προγραμμάτισε μια ακρόαση για να δει ποιοι ηθοποιοί θα ταίριαζαν καλύτερα στη νέα παραγωγή.



























