Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
truculent
01
πολεμοχαρής, επιθετικός
ill-tempered and ready to start an argument or fight
Παραδείγματα
His truculent attitude made it difficult for his teammates to work with him.
Η επιθετική του στάση έκανε δύσκολη τη συνεργασία των συμπαικτών του μαζί του.
She tried to calm her truculent son after he lost the game.
Προσπάθησε να ηρεμήσει τον δύστροπο γιο της αφού έχασε το παιχνίδι.
Λεξικό Δέντρο
truculently
truculent
trucul



























