Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Truculence
01
τραχύτητα, εχθρική ανυποταξία
a hostile, aggressive attitude marked by a refusal to cooperate or submit
Παραδείγματα
His truculence made negotiations nearly impossible.
Η μαχητικότητά του έκανε τις διαπραγματεύσεις σχεδόν αδύνατες.
The player 's truculence toward the referee earned him a penalty.
Η αγριότητα του παίκτη απέναντι στο διαιτητή του χάρισε μια ποινή.
Λεξικό Δέντρο
truculency
truculence
trucul



























