treasured
trea
ˈtrɛ
τρε
sured
ʒɜrd
ζερρντ
British pronunciation
/tɹˈɛʒəd/

Ορισμός και σημασία του "treasured"στα αγγλικά

01

πολύτιμος, αγαπημένος

highly valued and held dear due to sentimental or intrinsic worth
example
Παραδείγματα
Her grandmother 's locket was a treasured family heirloom that she wore every day.
Το μενταγιόν της γιαγιάς της ήταν ένα πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο που φορούσε κάθε μέρα.
The letters from his childhood friend were cherished and kept in a special box.
Τα γράμματα από τον παιδικό του φίλο τιμούνταν και κρατούνταν σε ένα ειδικό κουτί.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store